γερό ποτήρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γερό ποτήρι < → δείτε τις λέξεις γερός και ποτήρι

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

γερό ποτήρι ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά) γερό ποτήρι
  2. (μεταφορικά) χαρακτηρισμός ανθρώπου που αντέχει στο ποτό, που μπορεί να πίνει πολύ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

→ δείτε τις λέξεις γερός και ποτήρι