γεφυροποιία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γεφυροποιία < γεφυροποιός + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γεφυροποιία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- γεφυροποιός
- → δείτε τις λέξεις γέφυρα και ποιώ