γεωμηχανική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γεωμηχανική | ||
γενική | της | γεωμηχανικής | ||
αιτιατική | τη | γεωμηχανική | ||
κλητική | γεωμηχανική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γεωμηχανική < γεω- + μηχανική, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική geoengineering
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γεωμηχανική θηλυκό
- (νεολογισμός) η προσπάθεια βελτίωσης του κλίματος της γης με τη συνδρομή μηχανικών μέσων και γενικότερη ανθρώπινη παρέμβαση
- ※ Και αυτό σημαίνει ότι μόνος τρόπος να κρυώσει ο πλανήτης είναι η γεωμηχανική, δηλαδή η απορρόφηση διοξειδίου του άνθρακα από την ατμόσφαιρα σε πλανητική κλίμακα. (* εφημερίδα Το Βήμα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γεωμηχανική
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα γεω- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)