γεωφυσική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η γεωφυσική
      γενική της γεωφυσικής
    αιτιατική τη γεωφυσική
     κλητική γεωφυσική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γεωφυσική < γεω- + φυσική < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσικοί όροι όπως αγγλική geophyics[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γεωφυσική θηλυκό

  • επιστημονικός τομέας με αντικείμενο κυρίως τη μορφολογία της γης

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

γεωφυσική

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]