γεώμηλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γεώμηλο | τα | γεώμηλα |
γενική | του | γεωμήλου & γεώμηλου |
των | γεωμήλων |
αιτιατική | το | γεώμηλο | τα | γεώμηλα |
κλητική | γεώμηλο | γεώμηλα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γεώμηλο < γεω- + μήλο ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική pomme de terre)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γεώμηλο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γεώμηλο
→ δείτε τη λέξη πατάτα |