γεώφωνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γεώφωνο | τα | γεώφωνα |
γενική | του | γεώφωνου & γεωφώνου |
των | γεώφωνων & γεωφώνων |
αιτιατική | το | γεώφωνο | τα | γεώφωνα |
κλητική | γεώφωνο | γεώφωνα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γεώφωνο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γεώφωνο ουδέτερο
- όργανο μέτρησης μηχανικών δονήσεων των στερεών σωμάτων, το οποίο μετατρέπει τις μηχανικές διακυμάνσεις σε ηλεκτρικές, αναπαράγει δηλαδή τη μορφή τους σε ηλεκτρικό σήμα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- γεώφωνο στη Βικιπαίδεια