γιαγιάκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γιαγιάκα | οι | γιαγιάκες |
γενική | της | γιαγιάκας | — | |
αιτιατική | τη | γιαγιάκα | τις | γιαγιάκες |
κλητική | γιαγιάκα | γιαγιάκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γιαγιάκα < γιαγιά + υποκοριστικό επίθημα -άκα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γιαγιάκα θηλυκό
- υποκοριστικό του γιαγιά