γιαχνιστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γιαχνιστός
- (γαστρονομία) που μαγειρεύτηκε γιαχνί
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη γιαχνί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γιαχνιστός
|