γιουφκάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γιουφκάς οι γιουφκάδες
      γενική του γιουφκά των γιουφκάδων
    αιτιατική τον γιουφκά τους γιουφκάδες
     κλητική γιουφκά γιουφκάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γιουφκάς < τουρκική yufka +

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γιουφκάς αρσενικό

  • (γαστρονομία) λεπτό φύλλο για πίτες και μπουρέκια, από την τούρκικη κουζίνα
    ※  Τις πίτες τους οι Πολίτες τις κάνουν με το λεπτό, φρέσκο φύλλο γιουφκά [1]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]