γιρλάντα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γιρλάντα < (άμεσο δάνειο) ιταλική ghirlanda
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γιρλάντα θηλυκό
- επίμηκες διακοσμητικό πλέγμα από άνθη, φύλλα κ.ά.