γκαζιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γκαζιά | οι | γκαζιές |
γενική | της | γκαζιάς | των | γκαζιών |
αιτιατική | την | γκαζιά | τις | γκαζιές |
κλητική | γκαζιά | γκαζιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
γκαζιά <
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκαζιά θηλυκό
- απότομη επιτάχυνση ενός οχήματος
- (παρωχημένο) ο μεγάλος βόλος που χρησιμοποιούσαν παλιά σε παιδικά παιχνίδια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γκαζιά
|
Αναφορές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)