γκαντέμω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γκαντέμω | ||
γενική | της | γκαντέμως | ||
αιτιατική | την | γκαντέμω | ||
κλητική | γκαντέμω | |||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γκαντέμω < γκαντέμ(ης) + -ω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γκαντέμω θηλυκό