γκασπάτσο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ένα πιάτο με σούπα γκασπάτσο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γκασπάτσο < (άμεσο δάνειο) ισπανική gazpacho

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γκασπάτσο ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]