γκαφαδόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γκαφαδόρος αρσενικό, πληθυντικός γκαφαδόροι
- αυτός που συχνά πέφτει σε γκάφες
- ο απερίσκεπτος, επιζήμιος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γκαφαδόρος
|