γκιόνης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γκιόνης | οι | γκιόνηδες |
γενική | του | γκιόνη | των | γκιόνηδων |
αιτιατική | τον | γκιόνη | τους | γκιόνηδες |
κλητική | γκιόνη | γκιόνηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκιόνης < (άμεσο δάνειο) αλβανική gjon, ηχομιμητική λέξη[1]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκιόνης αρσενικό
- (πτηνό) ώτος ο σκωψ, είδος μικρής κουκουβάγιας
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- γκιώνης στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γκιόνης
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ γκιόνης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αλβανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αλβανικά (νέα ελληνικά)
- Ηχομιμητικές λέξεις (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)