γκλάσνοστ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γκλάσνοστ < (άμεσο δάνειο) ρωσική гла́сность (glásnostʹ) < гла́сный (glásnyj, δημόσιος, ανοιχτός)[1] + -ость (-ostʹ) < παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική гласу (glasu) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gal(o)s-, *glōs-, *golH-so- (φωνή, κραυγή)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈɡlas.nost/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γκλάσνοστ θηλυκό άκλιτο
- (παρωχημένο, πολιτική) η διαφάνεια (ιδίως αυτή στην πολιτική και την οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, όπως -στα λόγια- είχε θέσει ως στόχο ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γκλάσνοστ
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά εκκλησιαστικά σλαβονικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)