γκλισάντο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γκλισάντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική glissando

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γκλισάντο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]