γκνου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκνου < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκνου ουδέτερο, άκλιτο
- (θηλαστικό ζώο) είδος βοοειδούς
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- γκνου στη Βικιπαίδεια