γκουμουρουξής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γκουμουρουξής οι γκουμουρουξήδες
      γενική του γκουμουρουξή των γκουμουρουξήδων
    αιτιατική τον γκουμουρουξή τους γκουμουρουξήδες
     κλητική γκουμουρουξή γκουμουρουξήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γκουμουρουξής < (άμεσο δάνειο) τουρκική gümrükçü

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γκουμουρουξής αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014