γκρανγκινιόλ
(Ανακατεύθυνση από γκραν γκινιόλ)
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γκρανγκινιόλ < γαλλική grand guignol
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γκρανγκινιόλ ουδέτερο άκλιτο
- μεγάλο γκινιόλ
- σκηνή, ή υπόθεση τρόμου, αποδίδεται κυρίως ως χαρακτηρισμός κινηματογραφικών έργων τρόμου
- (μεταφορικά) χαρακτηρισμός κατάστασης που δημιουργεί τρόμο
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- έργα γκρανγκινιόλ πρωτοεμφανίστηκαν στη Μονμάρτη, στη Γαλλία.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γκρανγκινιόλ