γκρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γκρο < gros

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γκρο ουδέτερο άκλιτο

  1. το βαρύ μεταξωτό ύφασμα με ειδικό στημόνι
  2. συχνά σήμερα σημαίνει όμως και το βαρύ, τη χοντροκοπιά, το ανάρμοστο, τη χοντράδα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]