γλάρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γλάρωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γλάρωμα ουδέτερο
- το χρονικό διάστημα που προηγείται του ύπνου, όταν το άτομο γαληνεύει και αρχίζουν να κλείνουν τα μάτια του
- (μεταφορικά) το αφηρημένο, απλανές βλέμμα κάποιου
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γλάρωμα
|