γλυκάδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γλυκάδι | τα | γλυκάδια |
γενική | του | γλυκαδιού | των | γλυκαδιών |
αιτιατική | το | γλυκάδι | τα | γλυκάδια |
κλητική | γλυκάδι | γλυκάδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γλυκάδι < μεσαιωνική ελληνική γλυκάδιν < (ελληνιστική κοινή) γλυκάδιον < υποκοριστικό του (αρχαία ελληνική) γλυκύς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γλυκάδι ουδέτερο
- (παρωχημένο) το ξίδι (κατ’ ευφημισμόν)
- (γαστρονομία) (σε κρεατικά) το πάγκρεας, τα επινεφρίδια ή κάποιος αδένας του λαιμού ή της κοιλιακής χώρας με υπόλευκο χρώμα που, παραδοσιακά, θεωρείται νόστιμος μεζές
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη γλυκός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γλυκάδι