γλυκομιλώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλυκομιλώ < μεσαιωνική ελληνική γλυκομιλώ < γλυκά + -ο- + μιλώ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɣli.ko.miˈlo/
Ρήμα[επεξεργασία]
γλυκομιλώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- γλυκομίλημα
- γλυκομίλητα
- γλυκομίλητος
- → δείτε τις λέξεις γλυκός και μιλώ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γλυκομιλώ | γλυκομιλούσα | θα γλυκομιλώ | να γλυκομιλώ | γλυκομιλώντας | |
β' ενικ. | γλυκομιλείς | γλυκομιλούσες | θα γλυκομιλείς | να γλυκομιλείς | (γλυκομίλει) | |
γ' ενικ. | γλυκομιλεί | γλυκομιλούσε | θα γλυκομιλεί | να γλυκομιλεί | ||
α' πληθ. | γλυκομιλούμε | γλυκομιλούσαμε | θα γλυκομιλούμε | να γλυκομιλούμε | ||
β' πληθ. | γλυκομιλείτε | γλυκομιλούσατε | θα γλυκομιλείτε | να γλυκομιλείτε | γλυκομιλείτε | |
γ' πληθ. | γλυκομιλούν(ε) | γλυκομιλούσαν(ε) | θα γλυκομιλούν(ε) | να γλυκομιλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γλυκομίλησα | θα γλυκομιλήσω | να γλυκομιλήσω | γλυκομιλήσει | ||
β' ενικ. | γλυκομίλησες | θα γλυκομιλήσεις | να γλυκομιλήσεις | γλυκομίλησε | ||
γ' ενικ. | γλυκομίλησε | θα γλυκομιλήσει | να γλυκομιλήσει | |||
α' πληθ. | γλυκομιλήσαμε | θα γλυκομιλήσουμε | να γλυκομιλήσουμε | |||
β' πληθ. | γλυκομιλήσατε | θα γλυκομιλήσετε | να γλυκομιλήσετε | γλυκομιλήστε | ||
γ' πληθ. | γλυκομίλησαν γλυκομιλήσαν(ε) |
θα γλυκομιλήσουν(ε) | να γλυκομιλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γλυκομιλήσει | είχα γλυκομιλήσει | θα έχω γλυκομιλήσει | να έχω γλυκομιλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις γλυκομιλήσει | είχες γλυκομιλήσει | θα έχεις γλυκομιλήσει | να έχεις γλυκομιλήσει | ||
γ' ενικ. | έχει γλυκομιλήσει | είχε γλυκομιλήσει | θα έχει γλυκομιλήσει | να έχει γλυκομιλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γλυκομιλήσει | είχαμε γλυκομιλήσει | θα έχουμε γλυκομιλήσει | να έχουμε γλυκομιλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε γλυκομιλήσει | είχατε γλυκομιλήσει | θα έχετε γλυκομιλήσει | να έχετε γλυκομιλήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γλυκομιλήσει | είχαν γλυκομιλήσει | θα έχουν γλυκομιλήσει | να έχουν γλυκομιλήσει |
|