γλυκοφιλημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɣli.ko.fi.liˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλυ‐κο‐φι‐λη‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
γλυκοφιλημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γλυκοφιλώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γλυκοφιλημένος
|