γλωσσοδέτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γλωσσοδέτης < γλωσσοδέ(νω) + -της.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε γλωσσο- + -δέτης
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɣlo.soˈðe.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλωσ‐σο‐δέ‐της
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γλωσσοδέτης αρσενικό
- σύνθετη λέξη ή σειρά λέξεων που είναι δύσκολο να προφερθεί με μεγάλη ταχύτητα, λόγω των παρηχήσεων ή των ελαφρών παραλλαγών στα φωνήεντα ή τα σύμφωνα που περιλαμβάνει. Χρησιμοποιείται, συνήθως, ως παιχνίδι.
- ↪ παράδειγμα γλωσσοδέτη: Μια πάπια, μα ποια πάπια; Μια πάπια με παπιά
- Κατηγορία:Γλωσσοδέτες (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
- ≈ συνώνυμα: γλωσσολύτης, καθαρογλώσσημα, μπερδεψογλωσσιά
- (μεταφορικά) οποιαδήποτε λέξη ή φράση που είναι δύσκολο να προφερθεί
- (οικείο) παροδική δυσκολία στην ομιλία ή την έκφραση λόγω έκπληξης, φόβου κ.λπ.
- (ιατρική) ανατομική ανωμαλία της γλώσσας του στόματος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γλωσσοδέτης
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ γλωσσοδέτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -της (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα γλωσσο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δέτης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)