γλόμπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γλόμπος | οι | γλόμποι |
γενική | του | γλόμπου | των | γλόμπων |
αιτιατική | τον | γλόμπο | τους | γλόμπους |
κλητική | γλόμπε | γλόμποι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɣlom.bos/ και σε γρήγορο λόγο ˈɣlo.bos
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλό‐μπος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γλόμπος αρσενικό
- το γυάλινο περίβλημα μιας λάμπας που φωτίζει
- (συνεκδοχικά) η λάμπα
- (μεταφορικά) που έχει εντελώς ξυρισμένο το κεφάλι, ο φαλακρός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)