γνέφω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γνέφω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γνεύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νεύω [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɣne.fo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γνέ‐φω
Ρήμα[επεξεργασία]
γνέφω, αόρ.: έγνεψα (χωρίς παθητική φωνή)
- κάνοντας ένα νεύμα με το κεφάλι ή με τα μάτια συνεννοούμαι με κάποιον
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γνέφω | έγνεφα | θα γνέφω | να γνέφω | γνέφοντας | |
β' ενικ. | γνέφεις | έγνεφες | θα γνέφεις | να γνέφεις | γνέφε | |
γ' ενικ. | γνέφει | έγνεφε | θα γνέφει | να γνέφει | ||
α' πληθ. | γνέφουμε | γνέφαμε | θα γνέφουμε | να γνέφουμε | ||
β' πληθ. | γνέφετε | γνέφατε | θα γνέφετε | να γνέφετε | γνέφετε | |
γ' πληθ. | γνέφουν(ε) | έγνεφαν γνέφαν(ε) |
θα γνέφουν(ε) | να γνέφουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έγνεψα | θα γνέψω | να γνέψω | γνέψει | ||
β' ενικ. | έγνεψες | θα γνέψεις | να γνέψεις | γνέψε | ||
γ' ενικ. | έγνεψε | θα γνέψει | να γνέψει | |||
α' πληθ. | γνέψαμε | θα γνέψουμε | να γνέψουμε | |||
β' πληθ. | γνέψατε | θα γνέψετε | να γνέψετε | γνέψτε | ||
γ' πληθ. | έγνεψαν γνέψαν(ε) |
θα γνέψουν(ε) | να γνέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γνέψει | είχα γνέψει | θα έχω γνέψει | να έχω γνέψει | ||
β' ενικ. | έχεις γνέψει | είχες γνέψει | θα έχεις γνέψει | να έχεις γνέψει | ||
γ' ενικ. | έχει γνέψει | είχε γνέψει | θα έχει γνέψει | να έχει γνέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε γνέψει | είχαμε γνέψει | θα έχουμε γνέψει | να έχουμε γνέψει | ||
β' πληθ. | έχετε γνέψει | είχατε γνέψει | θα έχετε γνέψει | να έχετε γνέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν γνέψει | είχαν γνέψει | θα έχουν γνέψει | να έχουν γνέψει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γνέφω
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ γνέφω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)