γονδολιέρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γονδολιέρης οι γονδολιέρηδες
      γενική του γονδολιέρη των γονδολιέρηδων
    αιτιατική τον γονδολιέρη τους γονδολιέρηδες
     κλητική γονδολιέρη γονδολιέρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γονδολιέρης < (ορθογραφικό δάνειο) βενετική gondolier + -ης[1]. Μορφολογικά αναλύεται σε γόνδολ(α) + -ιέρης

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɣon.ðoˈʎe.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γον‐δο‐λιέ‐ρης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γονδολιέρης αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]