γραμματκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γραμματκός | οι | γραμματκοί |
γενική | του | γραμματκού | των | γραμματκών |
αιτιατική | τον | γραμματκό | τους | γραμματκούς |
κλητική | γραμματκέ | γραμματκοί | ||
Κλίση κατά την κοινή νεοελληνική. | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γραμματκός < → δείτε τη λέξη γραμματικός• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γραμματκός αρσενικό
- (ιδιωματικό, εκπαίδευση, Ανατολική Θράκη) ο δάσκαλος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γραμματκός
→ δείτε τη λέξη δάσκαλος |
Πηγές
[επεξεργασία]- Δεληγιάννης, Β. (1934-35). "Γλωσσάριο του Δογάν-Κιοϊ-Μαλγάρων". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. σελ. 143-146.