γραμματοδιδάσκαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γραμματοδιδάσκαλος < γραμματο- + διδάσκαλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γραμματοδιδάσκαλος αρσενικό
- (παρωχημένο) ο δάσκαλος για τα στοιχειώδη γράμματα, γραφή και ανάγνωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γραμματοδιδάσκαλος
|