γρηγορόσημο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γρηγορόσημο (νεολογισμός) < γρήγορ(ος) + -ό- + -σημο κατά το χαρτόσημο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γρηγορόσημο ουδέτερο
- (οικείο, αστεϊσμός) δωροδοκία προκειμένου να επιταχυνθεί η επίλυση ενός προβλήματος, συνήθως στο δημόσιο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γρηγορόσημο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σημο (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)