γριφολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γριφολογία θηλυκό
- η αινιγματολογία, ο αινιγματικός-αινιγματώδης-γριφώδης λόγος, ομιλία γεμάτη γρίφους
- η ενασχόληση με γρίφους (ή με την επίλυσή τους)