γυαλάκιας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γυαλάκιας | οι | γυαλάκηδες |
γενική | του | γυαλάκια | των | γυαλάκηδων |
αιτιατική | τον | γυαλάκια | τους | γυαλάκηδες |
κλητική | γυαλάκια | γυαλάκηδες | ||
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʝaˈla.cas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γυα‐λά‐κιας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γυαλάκιας αρσενικό
- (ειρωνικό) αυτός που φοράει γυαλιά οράσεως, ο γυαλιάς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γυαλάκιας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γυαλάκιας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ειρωνικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)