γυναικάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γυναικάρα | οι | γυναικάρες |
γενική | της | γυναικάρας | — | |
αιτιατική | τη | γυναικάρα | τις | γυναικάρες |
κλητική | γυναικάρα | γυναικάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γυναικάρα < γυναίκ(α) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɣi.neˈka.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γυ‐ναι‐κά‐ρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γυναικάρα θηλυκό
- μεγεθυντικό του γυναίκα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη γυναίκα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το μεγεθυντικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε γυναίκα
γυναικάρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με μεγεθυντικό επίθημα -άρα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)