γυρολόγημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γυρολόγημα < γυρολόγ(ος) + -ημα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γυρολόγημα ουδέτερο
- το να γυρίζει κανείς από τόπο σε τόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γυρολόγημα
|