δίκοχο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δίκοχο | τα | δίκοχα |
γενική | του | δίκοχου | των | δίκοχων |
αιτιατική | το | δίκοχο | τα | δίκοχα |
κλητική | δίκοχο | δίκοχα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δίκοχο ουδέτερο
- (στρατιωτικός όρος) καπέλο στρατιωτικού χωρίς γείσο, με μυτερές προεξοχές
- (στρατιωτικός όρος) (αργκό) τυρόπιτα