δίκτυ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δίκτυ | τα | δίκτυα |
γενική | του | δικτυού | των | δικτυών |
αιτιατική | το | δίκτυ | τα | δίκτυα |
κλητική | δίκτυ | δίκτυα | ||
όπως «-υ ουδέτερα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δίκτυ < μεσαιωνική ελληνική δίκτυ(ν) < αρχαία ελληνική δίκτυον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δίκτυ ουδέτερο
- (λόγιο, σπάνιο) άλλη μορφή του δίχτυ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δίκτυ
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά ουδέτερα σε -υ (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)