δεδουλευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δεδουλευμένος < λόγια παθητική μετοχή παρακειμένου του δουλεύω
Μετοχή
[επεξεργασία]δεδουλευμένος -η -ο
- για αμοιβή εργασίας που έχει ήδη προσφερθεί σε έναν εργοδότη
- (ως ουσιαστικό) τα δεδουλευμένα: η αμοιβή για εργασία που έχει ήδη προσφερθεί σε έναν εργοδότη
- οι ωρομίσθιοι καθηγητές ακόμα ζητούν να τους καταβληθούν τα δεδουλευμένα