δεκάριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δεκάριο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δεκάριο ουδέτερο
- (κυπριακά, μονάδα μέτρησης) το στρέμμα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- δεκάριο στη Βικιπαίδεια