δεοντολογικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεοντολογικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα δεοντολογικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε δεοντολογικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα[επεξεργασία]
δεοντολογικώς
Πηγές[επεξεργασία]
- δεοντολογικός, δεοντολογικώς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας