δεσμευμένο μόρφημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δεσμευμένο μόρφημα | τα | δεσμευμένα μορφήματα |
γενική | του | δεσμευμένου μορφήματος | των | δεσμευμένων μορφημάτων |
αιτιατική | το | δεσμευμένο μόρφημα | τα | δεσμευμένα μορφήματα |
κλητική | δεσμευμένο μόρφημα | δεσμευμένα μορφήματα | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεσμευμένο μόρφημα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bound morpheme, → δείτε τις λέξεις δεσμευμένος και μόρφημα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δεσμευμένο μόρφημα ουδέτερο
- (γλωσσολογία) μόρφημα που δεν μπορεί να σταθεί μόνο του στο λόγο, αλλά πρέπει να επικολληθεί σε άλλο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δεσμευμένο μόρφημα
Κατηγορίες:
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)