δεσποτάτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεσποτάτο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική δεσποτάτον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðe.spoˈta.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δε‐σπο‐τά‐το
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δεσποτάτο ουδέτερο
- (μεσαιωνική ιστορία) κρατίδιο του οποίου ο ηγεμόνας φέρει τον τίτλο του δεσπότη
- το δεσποτάτο του Μυστρά
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη δεσπότης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δεσποτάτο
|
Πηγές[επεξεργασία]
- δεσποτάτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)