δεσπόζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεσπόζω < αρχαία ελληνική δεσπόζω < δεσπότης < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *déms pótis < *dṓm (σπίτι, δόμος) + *pótis (κύριος)
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
δεσπόζω
- κυριαρχώ, εξουσιάζω κάποιον ή κάτι
- (μεταφορικά) έχω την πιο σημαντική θέση
- βρίσκομαι στο πιο ψηλό σημείο, ξεχωρίζω
- επιβάλλομαι με τον όγκο και τις διαστάσεις μου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη δεσπότης