δηλοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: δηλοποιῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δηλοποιώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δηλοποιῶ, συνηρημένος τύπος του δηλοποιέω

δηλοποιώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]