δημοσιολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δημοσιολόγος < δημόσι(ος) + -ο- + -λόγος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική publiciste. Δείτε και δημοσιογράφος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði.mo.si.oˈlo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δη‐μο‐σι‐ο‐λό‐γος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δημοσιολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- ο (έγκυρος) σχολιαστής και αναλυτής θεμάτων που άπτονται των σχέσεων κράτους και πολίτη
Συγγενικά
[επεξεργασία]- δημοσιολογία
- δημοσιολογικός
- → δείτε τις λέξεις δημόσιος, δήμος και λέγω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δημοσιολόγος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγος (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)