δημοσιονόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δημοσιονόμος < δημόσι(ος) + -ο- + -νόμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δημοσιονόμος αρσενικό ή θηλυκό
- (οικονομία) που ασχολείται με τη δημοσιονομία, με τα δημόσια οικονομικά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- δημοσιονομία
- δημοσιονομικά
- δημοσιονομικός
- → δείτε τις λέξεις δημόσιος, δήμος και νόμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δημοσιονόμος
|