διάδραση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διάδραση | οι | διαδράσεις |
γενική | της | διάδρασης* | των | διαδράσεων |
αιτιατική | τη | διάδραση | τις | διαδράσεις |
κλητική | διάδραση | διαδράσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαδράσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διάδραση < διά- + δράση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική interaction)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διάδραση θηλυκό
- (νεολογισμός, εκπαίδευση, πληροφορική) η αλληλεπιδραστική αμφίδρομη διαδικασία μεταξύ δύο ατόμων (ή ομάδων) ή μεταξύ ανθρώπων και (υπολογιστικών) μηχανών
- ※ Η εκπαιδευτική διαδικασία προϋποθέτει διάδραση. Ως διάδραση ορίζουμε το είδος δράσης που συντελείται όταν δύο ή περισσότερα άτομα δρουν, επηρεάζοντας το ένα το άλλο. Το κύριο χαρακτηριστικό της διάδρασης είναι η αμφίδρομη μορφή αυτής της σχέσης επιρροής μεταξύ των διαδρώντων ατόμων σε αντίθεση με τη μονόδρομη μορφή της συμβατικής δράσης: αιτίου-αιτιατού. (* .pdf @ipeir.pde.sch.gr)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις διά και δράση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διάδραση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα διά- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)