διαβατήριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαβατήριος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαβατήριος < αρχαία ελληνική διαβατήρια(ουσιαστικό, πληθυντικός) < διαβαίνω < διά + βαίνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði̯a.vaˈti.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐βα‐τή‐ρι‐ος
Επίθετο[επεξεργασία]
διαβατήριος
- που έχει σχέση με τη διάβαση, το πέρασμα από τη ζωή στο θάνατο ή αναφέρεται σε άλλο μεταίχμιο διάβασης ή αλλαγής
- ※ Εν αντιθέσει προς άλλα εμβληματικά διαβατήρια γεγονότα, όπως η γέννηση, η βάπτιση και ο γάμος, ο θάνατος δεν διαθέτει δρώντα πρωταγωνιστή, αλλά στη συνήθη εκδοχή του συνεπάγεται μικρό ή μεγάλο πλήθος τεθλιμμένων δευτεραγωνιστών και τριταγωνιστών ενώπιον ενός ασάλευτου καιμαργωμένου σώματος. (Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος, Το πένθος ταιριάζει… στους ανθρώπους, Το Βήμα, 04/04/2019 [1])
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις διαβαίνω και βαίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαβατήριος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- διαβατήριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)