διαβρέκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαβρέκτης αρσενικό
- (χημεία) χημική ουσία που προστίθεται στα υδατοδιαλυτά χρώματα και συμβάλλει στη σωστή διασπορά των χρωστικών και στο σωστό στρώσιμο του χρώματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαβρέκτης
|